καβαλλάρης

καβαλλάρης
ο , καβαλλάρισσα η
1) всадни|к, -ца, наездни|к, -ца; 2) кавалерист; 3) кобылка (скрипки и т. п.); 4) конёк, гребень (крыши)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καβαλλάρης" в других словарях:

  • Καβαλλάρης — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 79 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, Β της λίμνης Δοϊράνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουριών. II Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. Αντώνιος.… …   Dictionary of Greek

  • Καβαλλάρης, Αθανάσιος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε με γενναιότητα στο Δραγατσάνι, όπου σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1821 …   Dictionary of Greek

  • Alejo Kaballarios — o Kaballares (en griego: Ἀλέξιος Καβαλλάριος/Καβαλλάρης) fue un aristócrata bizantino, primo del emperador Miguel VIII Paleólogo (r. 1259 1282). Participó en las campañas bizantinas en Morea a principios de 1260, y fue hecho prisionero por… …   Wikipedia Español

  • Νίκολσον, Τζακ — (Jack Nicholson, Νιού Τζέρσι 1937 –). Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός. Από τους δημοφιλέστερους πρωταγωνιστές της γενιάς του, άργησε να γνωρίσει την επιτυχία αφού σε ηλικία 32 ετών είχε παίξει μόνο σε χαμηλού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»